συλήσει

συλήσει
σύλησις
spoiling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συλήσεϊ , σύλησις
spoiling
fem dat sg (epic)
σύλησις
spoiling
fem dat sg (attic ionic)
σῡλήσει , συλάω
strip off
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
σῡλήσει , συλάω
strip off
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
σῡλήσει , συλάω
strip off
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυμβωρύχος — ο, ΝΜΑ αυτός που ανοίγει τάφους για να τούς συλήσει νεοελλ. μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος μσν. ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του αρχ. αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών …   Dictionary of Greek

  • Αρταΰκτης — (5ος αι. π.Χ.). Κυβερνήτης της Σηστού στον Ελλήσποντο. Ήταν γιος του Χοράσμου, που εξαπάτησε τον Ξέρξη και πήρε την άδεια να συλήσει τον τάφο του Πρωτεσίλαου στον Ελαιούντα της Χερσονήσου, με το επιχείρημα πως ο ήρωας αυτός είχε εκστρατεύσει κατά …   Dictionary of Greek

  • Βαλτάσαρ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Αναφέρεται στη Βίβλο του Βαρούχ ως ένας από τους γιους του Ναβουχοδονόσορ. 2. Γιος του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβονίδη. Αναφέρεται στη Βίβλο του Δανιήλ, όπου συγχέεται με τον πατέρα του, τελευταίο βασιλιά της χώρας (555 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”